- τηλεμετρία
- ημέτρηση μεγάλων αποστάσεων με το τηλέμετρο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεμετρία — η, Ν τεχνολ. αυτοματοποιημένη τηλεπικοινωνιακή διεργασία μέσω τής οποίας εκτελούνται μετρήσεις και συλλέγονται άλλα πληροφοριακά στοιχεία σε απομακρυσμένα ή απρόσιτα σημεία και διαβιβάζονται σε συσκευές λήψεως για παρακολούθηση, παρουσίαση και… … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεμετρικός — ή, ό, Ν [τηλέμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεμετρία («τηλεμετρικές παρατηρήσεις») … Dictionary of Greek
τηλεμετρικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τηλεμετρία ή το τηλέμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)